- πράος
- -α, -οήπιος, γλυκός, ήμερος, μαλακός: Πράος άνθρωπος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πρᾶος — Gött. Nachr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾷος — πρᾶος Gött. Nachr. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράος — α, ο / πρᾱος, ον, ΝΜΑ, και πραΰς και ιων. τ. πρηΰς, εῑα, ΰ, Α 1. (για πρόσ. και μόνο στην αρχαία και για πράγματα, αισθήματα, πράξεις και λόγους) ήπιος, ήμερος, γλυκύς, μαλακός 2. αυτός που έχει ευγενείς τρόπους (α. «πρᾱος τὸ ἦθος», Πίνδ. β.… … Dictionary of Greek
Πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — πρᾷος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. См. Железная рука, но мягкая перчатка … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Πρᾶος τοὺς λόγους, ὀξὺς τὰ πράγματα. — См. Твердо в деле, мягко в формах … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
πρηέα — πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πρηέᾱ , πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc/acc dual (epic ionic) πρᾶος Gött. Nachr. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳότερον — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial comp πρᾶος Gött. Nachr. masc acc comp sg πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρηύ — πρᾶος Gött. Nachr. masc voc sg (ionic) πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳοτέρων — πρᾶος Gött. Nachr. fem gen comp pl πρᾶος Gött. Nachr. masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρᾳότατα — πρᾶος Gött. Nachr. adverbial superl πρᾶος Gött. Nachr. neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)